ὀξυθάνατος

ὀξυθάνατος
ὀξυ-θάνᾰτος [pron. full] [θᾰ], ον,
A dying quickly, shortlived, Eun. Hist.p.269 D., Heliod.Astr. in Cat.Cod.Astr.4.154.
II killing quickly, Str.17.2.4 ([comp] Comp.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οξυθάνατος — ὀξυθάνατος, ον (Α) 1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα, λιγόζωος, βραχύβιος 2. αυτός που προκαλεί τον θάνατο μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, που φονεύει ταχέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + θάνατος] …   Dictionary of Greek

  • ὀξυθάνατος — dying quickly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυθάνατον — ὀξυθάνατος dying quickly masc/fem acc sg ὀξυθάνατος dying quickly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυθανατωτέρα — ὀξυθανατωτέρᾱ , ὀξυθάνατος dying quickly fem nom/voc/acc comp dual ὀξυθανατωτέρᾱ , ὀξυθάνατος dying quickly fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • οξυθανασία — ὀξυθανασία, ἡ (Α) [οξυθάνατος] πρόωρος θάνατος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”